τερατολογώ

τερατολογώ
τερατολογῶ, -έω, ΝΑ [τερατολόγος]
νεοελλ.
λέω τερατολογίες
αρχ.
1. μιλώ σχετικά με παράδοξα θαυμαστά φυσικά φαινόμενα τα οποία μπορούν να ερμηνευθούν ως θεϊκά σημεία («δοκεῑν ὅπερ λέγουσιν οἱ τερατολογοῡντες μυκᾱσθαι τήν γῆν», Αριστοτ.)
2. παθ. τερατολογοῡμαι, -έομαι
λέγομαι, αναφέρομαι ως κάτι το θαυμαστό («κατὰ τὴν τερατολογουμένην ἑτεροιωτικήν», Σέξτ. Εμπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τερατολογώ — λέω τερατολογίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τερατολόγῳ — τερατόλογος marvel monger masc dat sg τερατολόγος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστερατεύομαι — MA τερατολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τερατεύομαι «τερατολογώ» (< τέρας, ατος)] …   Dictionary of Greek

  • συντερατεύομαι — Μ τερατολογώ από κοινού, διηγούμαι τερατώδη πράγματα μαζί με άλλους («Ἀρριανὸς... φησὶν ὅτι Δῆλος ἡ πάλαι πλωτὴ οὖσα... καὶ ἄλλοι συντερατευόμενοι αὐτῷ φασι», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τερατεύομαι «διηγούμαι αλλόκοτα πράγματα, τερατολογώ»… …   Dictionary of Greek

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • επιτερατεύομαι — ἐπιτερατεύομαι (Α) τερατολογώ, παρεμβάλλω τερατολογίες στη διήγησή μου …   Dictionary of Greek

  • προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …   Dictionary of Greek

  • προσεπιτερατεύομαι — Α αποδίδω επιπρόσθετες θαυμαστές ιδιότητες, διηγούμαι σημεία και τέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιτερατεύομαι «τερατολογώ»] …   Dictionary of Greek

  • προτερατεύομαι — Α περιγράφω εκ τών προτέρων κακό οιωνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τερατεύομαι «διηγούμαι αλλόκοτα πράγματα, τερατολογώ» (< τέρας, ατος)] …   Dictionary of Greek

  • τερατεύομαι — ΜΑ [τέρας, ατος] διηγούμαι θαυμαστά και αλλόκοτα πράγματα, τερατολογώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”